H Παναγία στή Νεοελληνική Ποίηση
>> Του Μητροπολίτη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου
Ὅταν ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Παναγία μας, ἐπισκέφτηκε τὴν Ἐλισσάβετ καὶ δέχθηκε ἀπὸ ἐκείνη τὸν θεόπνευστο μακαρισμὸ «Εὐλογημένη Σύ ἐν γυναιξί», ἀπήντησε προφητικά: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί».
Ὁ Θεομητορικὸς αὐτὸς λόγος εὕρηκε τὴν ἐπιβεβαίωσή του μέσα στους αἰῶνες ἕως καὶ τὶς ἡμέρες μας.
Ἱκανὸς ἀριθμὸς νεοελλήνων ποιητῶν ἐξεδίπλωσαν τὸ ἔσω εἰλητάριο τῆς καρδίας τους καὶ ἄφησαν τοὺς κονδυλοφόρους τους νά ἀναμέλψουν ὕμνο ἤ νά διατυπώσουν λυρικὸ λόγο για τὴν Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου.
Ὁ Γεώργιος Ἀθάνας ὑψώνει τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὸ ἀκροθαλάσσι τῆς Ναυπάκτου πρὸς τὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ρούμελης καὶ στά «Τραγούδια τῶν βουνῶν» εὐγνωμονεῖ τὴν Παναγία πού βοήθησε νά ἐπιστρέψουν ζωντανοὶ ἀπὸ τὴν μάχη:
«Ἐσύ, ποὺ καλογύρισες, μὴ λησμονᾶς τὸ τάμα!
Κινᾶμε, πᾶμε στον Προυσό, μαζὶ μ’ἐμᾶς χιλιάδες…
Μεγαλομάτα Παναγιά, τὸ ζωντανό Σου θάμα
γονατιστὲς δοξάζουνε μές στή Σπηλιὰ οἱ Μανάδες».
Ἡ Ἔφη Ἀλιανοῦ στή «Θάλασσα τοῦ Ζόφου» θὰ ἁγιογραφήσει ἕνα θεομητορικὸ πίνακα μὲ πινελιὲς ἀπ’ τὶς εὐλογημένες στιγμὲς τῆς λαϊκῆς εὐσεβείας τῶν Ἑλλήνων, σὰν «πρᾶξιν ἐπίβασιν θεωρίας» νηπτικής, ἀπόσταγμα τοῦ πνεύματος τῶν κολλυβάδων που ἀναγεννᾶ τὴν νεοελληνικὴ πραγματικότητα.
«Για μένα εἶσαι πάντα ἡ Παναγία τοῦ ἐλέους καὶ τοῦ πόνου.
Ἔρχεσαι πάνω ἀπὸ τὰ πέλαγα καὶ τῆς πατρίδας τὰ βουνὰ
σιωπὴ γεμάτη κι ἐγκαρτέρηση
– μὲ τίς γυναῖκες τοῦ λαοῦ μου τὶς ἁπλές,
τὶς μάνες τίς χαροκαμένες –
καὶ μυρίζεις λιβάνι κι ἀγέρα θαλασσινό,
θυμάρι ἀπ’ τὰ βουνὰ μας.
Λάμπει τὸ μέτωπό Σου, κάτω ἀπὸ τή μαντήλα τή σεμνή,
ἄστρο παντοτινὸ στή νύχτα τῆς ζωῆς μου».
Πρόκειται για ἕνα ἀπόσπασμα γεμάτο θεωρία φωτός, ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς, ἄκουσμα χερουβικὸ καὶ σιωπὴ νηπτική.
Ὁ Κούλης Ἀλέπης στα «Ποιήματά» του θὰ ἐπιχειρήσει ἕναν αἰγαιϊκὸ διάπλου καὶ φτάνοντας ταξιδιώτης, ἐπισκέπτης, προσκυνητὴς στήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴν Μεγαλόχαρη Κυρὰ τοῦ Αἰγαίου, τὴν τραυματισμένη Παναγία τῆς Τήνου, θὰ ἐγκωμιάσει μὲ μία ἁπλὴ μεγαλοπρέπεια τὸν ἀνεκτίμητο θησαυρὸ τοῦ Κυκλαδίτικου Ἱεροῦ Νησιού:
«Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀνέγγιχτη κι ἀτίμητη κορώνα,
μὲ τ’ ὅραμα τῆς Πελαγίας, παρθένας μοναχῆς,
τοῦ χάρισε τὴν πάνσεπτη τῆς Παναγίας εἰκόνα,
λιμάνι στην καταδρομὴ κάθε φτωχῆς ψυχῆς».
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης στο γεμάτο ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὰ μελτέμια τοῦ Αἰγαίου «Ἄξιον Ἐστί» θὰ προσκαλέσει τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Ἀρχιπελάγους μας, σὲ μία λατρευτικὴ σύναξη μὲ κέντρο τὴν Θεοτόκο, τὴν «Μακρινὴ Μητέρα, τὸ Ῥόδον τὸ Ἀμάραντο»:
«Οἱ σημάντορες ἄνεμοι που ἱερουργοῦνε
πού σηκώνουν τὸ πέλαγος σὰ Θεοτόκο
πού φυσοῦν καὶ ἀνάβουνε τὰ πορτοκάλια
πού σφυρίζουν στα ὄρη κι ἔρχονται…»
Ὁ Παῦλος Κριναῖος σὲ μία ἱερὴ θαλασσογραφία θὰ εὐφράνει τοὺς ἀναγνῶστες του ἀπὸ «Τὸ χρυσὸ δισκοπότηρο» μὲ τὸν προσευχητικὸ λυρισμὸ τῆς δέησης στην Παναγία γιά νά προστατεύσει τοὺς θαλασσινούς:
«Κυρὰ Ἐλεοῦσα Παναγία, κυρὰ Φανερωμένη
μέρεψε τ’ ἄγριο πέλαγο πού ἀφροκρεμάει τὸν θρῆνο
βύθισε τ’ ἄγριο σύννεφο μέσ’ στή σπηλιὰ τοῦ ἀνέμου,
ράντισε ἁγίασμα τὰ νερὰ καὶ κάμε τα πελάγη
ν’ ἀστράψει φῶς, τὸ ἄχραντο φῶς, πρωινὸ τῶν Εἰσοδίων».
Ἡ Παναγία εἶναι «τὸ μεθόριον κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου», τὸ σύνορο μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας Μαρτζώκης θὰ τὴν ἐπιλέξει γιά νά μεταφέρει στήν Τρισήλιο Θεότητα τίς καθημερινὲς θλίψεις, πόνους καὶ ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων:
«Ἔχε κυρά, στή σκέπη Σου τὴν πικραμένη χήρα,
στόν πεινασμένο ἄνοιξε, σύ σπλαχνικὰ τή θύρᾳ,
δῶσε τοῦ σκλάβου, Δέσποινα, ἐλεύθερη πατρίδα,
τοῦ ναύτη τὴν ἐλπίδα που πλέει στην ξενιτειά.
Τή μάνα παρηγόρησε πὄχει παιδὶ στά ξένα
καὶ χύσε μίαν ἀκτῖνά Σου για τὸν τυφλό, Παρθένα.
Κράτα τὸ γάλα ἀμίαντο τοῦ βρέφους, ποὺ βυζαίνει,
στρέψε στην οἰκουμένη τὸ βλέμμα σπλαχνικό».
Ὁ Ματθαῖος Μουντὲς θὰ μας ἀφήσει «Παρακαταθήκη» τὸ φύτεμα σὲ Βρονταδούσικο κῆπο τῶν «Ἀνθῶν τοῦ Δεκαπενταύγουστου».
«Γλυκιά, γαλάζια φαντασία, χρόνων μακρινῶν,
ὦ γλυκασμὲ τῶν ἀγγέλων,
πού ἡ Γεσθημανῆ δέν ἦταν πέρα, στά βουνὰ τῶν Ἐλαιῶν,
στῆς βιβλικῆς τῆς Χαναὰν τὰ μάκρη,
μὰ ἦταν τοπίο νησιώτικο δικὸ μας, κοντινό,
μὲ τ’ ἀνθισμένα γιασεμιά, τὰ φούλια, τὸ βασιλικό,
στου γιαλοῦ μας κάποιαν ἄκρη».
Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ τὴν ὑμνήσει στόν «Λυρικὸ Βίο» τοποθετώντας τὴν Ἑλλάδα να στέκει μπροστὰ Της καὶ νά Τὴν παρατηρεῖ:
«Καὶ Σὲ κοιτάει στά γόνατα καὶ Σὲ κοιτάει στά στήθια:
τὰ γόνατά Σου εἶναι σμιχτά, τῆς ἀρετῆς θρονὶ
κι ἀπὸ τὰ στήθια Σου ἄσωτος τρέχει κρουνοὺς ἡ ἀλήθεια,
ἡ ἀγάπη τρέχει ἀστέρευτη μὲ τὴν ὑπομονή!»
Τὴν πίστη του στά θαύματα τῆς Παναγίας θὰ διακηρύξει ὁ Γιάννης Ρίτσος:
«Ὅταν περνοῦσε ἡ Παναγία σιωπηλὴ κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα
κανένας δέν τὴν ἄκουσε…
Ἀλήθεια ἕνας γέρος τυφλὸς βρῆκε τὸ φῶς του,
κι ἕνας παράλυτος περπάτησε,
καὶ τώρα μές στά μάτια τους πούχαν κλάψει πολὺ
κι εἶχαν κοιτάξει κατάματα τή νύχτα,
ἄνθισε μιά μικρούλα μυγδαλιά.
Καὶ τὸ ἴδιο βράδυ ὁ ὕπνος τους γίνηκε μιά φωλιὰ χελιδονιῶν χτισμένη στή μασκάλη τῆς παλιᾶς καμπάνας».
Ὁλοκληρώνουμε αὐτὴ τὴν συνοπτική, ἐνδεικτικὴ καταγραφή, αὐτὴ τὴν Αὐγουστιάτικη ποιητικὴ παράκληση, μὲ τὸν ἐπικὸ θρησκευτικὸ λόγο τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη:
«Μὲ μιᾶς ἀστράφτ’ ἡ Ἐκκλησιά, κι αἰσθάνετ’ ἕνα χέρι
ὅπου τὸν ἀνεσήκωνε… Μοσχοβολάει τ’ ἀγέρι…
Τὰ μάτια του ἂνοιξ’ ὁ παπάς… Στο κάτασπρό του γένι
τὸ δάκρυ του ἔσταζε βροχή… Κοιτάζει… καθισμένη
στο θρόνο βλέπει τὴν Κυρά, ποὺ τοῦ χαμογελοῦσε,
καὶ τὸ παιδί πού ἐχαίρετο καί πού τὸν εὐλογοῦσε.
Σὲ ποιό καλύβι, ἀγνώριστο, σὲ ποιά καρδιά θλιμμένη
νά πέρασες τή νύχτα Σου, Κυρὰ Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο ἡ Χαρη Σου, Κυρούλα,
κρυφά, κρυφὰ ν’ ἀνάστησε, σὰν τ’ οὐρανοῦ δροσούλα;…».
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1746 εμφανίσεις