Ο δάσκαλος του χωριού…
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Διαβάζεται μονορούφι το βιβλίο του Χαράλαμπου Σαχτούρη με τον τίτλο «Φάε, δάσκαλε…», που παραπέμπει στην παροιμιώδη, πια, φράση, «φάε δάσκαλε, για τα γουρούνια τα ‘χουμε».
Το αντίθετο θα μου έκανε εντύπωση. Στα χρόνια που τον είχα δάσκαλο στη δημοσιογραφία (στο σχολείο δε θα γινότανε καθότι συνομήλικοι), ένα από τα πράγματα που τόνιζε ήταν να μην κουράζομε τον αναγνώστη…
Με λόγο απλό, ευθύ, και περιεκτικό ο Μπάμπης μιλά σε αυτό το πόνημα για το σχολειό του χωριού και το δάσκαλό του. Για τους ταπεινούς αυτούς πυλώνες της διαπαιδαγώγησης και της εκπαίδευσης των ελληνόπουλων, που, αφού άκουσαν, από επίσημα και μη χείλη, λόγια παχιά και φαμφάρες μεγαλόστομες παραμερίστηκαν, στρεβλώθηκαν, λοιδορήθηκαν, σβήστηκαν απ’ το χάρτη, σχεδόν ξεχάστηκαν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ…
Ο ήρωάς του, ο Δημήτρης, ο δάσκαλος, μετά την κατάρρευση της χούντας «των φαιδρών κολονέλων» και την «επιστράτευση οπερέτα», που του πρόσθεσε επιπλέον τέσσερις μήνες στρατιωτικής θητείας, σύνολο σχεδόν δυόμισι χρόνια, περνά για τελευταία φορά την κεντρική πύλη του στρατοπέδου και προσπαθεί να πιάσει από την αρχή το παλιό του όνειρο: να βρει μια θέση προσωρινού –έστω –δάσκαλου σε κάποιο σχολείο της χώρας…
Καθώς τα πράγματα δεν ήταν τόσο αθώα και τόσο καθαρά όσο πίστευε…βρέθηκε στην Αθήνα να παλεύει με τα αμμοκονιάματα και λοιπά αξεσουάρ της οικοδομικής λειτουργίας, ενώ παράλληλα χτυπούσε πόρτες σχολαρχών της πρωτεύουσας…
Ο πόθος του να διοριστεί σε δημόσιο σχολείο, και, επί του προκειμένου, η αντοχή του στα δύσκολα που την εξέπεμπε, του άνοιξαν μία από αυτές τις πόρτες και ο Δημήτρης βρέθηκε δάσκαλος σε ένα χωριό από τα κακοτράχαλα της ελληνικής επαρχίας που ΚΑΝΕΝΑΣ δεν ήθελε να πάει…
Οι ιδιαίτερα αντίξοες, έως και πρωτόγονες συνθήκες μέσα στις οποίες βρέθηκε ο νεαρός δάσκαλος και κλήθηκε να αναμετρηθεί μαζί τους, τόσο για την άσκηση των καθηκόντων του, όσο και για την επιβίωσή του περιγράφονται λιτά, χωρίς λογοτεχνικές κορώνες. Φορτίζονται ωστόσο αρκούντως από μιαν αντρίκια τρυφερότητα κι ένα εξαιρετικής ποιότητας χιούμορ.
Αυτό είναι το πρώτο και ίσως το πιο σημαντικό κεφάλαιο της επαγγελματικής του διαδρομής. Στις διακόσιες περίπου σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης, θα βρει το Δημήτρη να υπηρετεί και σε άλλα σχολεία, κάτω από καλύτερες συνθήκες κάθε φορά, τουλάχιστον όσον αφορά την επιβίωση…
Όσον αφορά την εκπαίδευση; Ναι μεν κατέκτησε την ευχέρεια της διδασκαλίας, αλλά με μια αίσθηση ανεκπλήρωτου, σαν κάτι να πήγαινε στραβά. Δεν άργησε να καταλάβει πως αυτό το «κάτι» ήταν ο αγκυλωτικός τρόπος που έβλεπε η πολιτεία την εκπαίδευση και το περισσότερο, πως δεν ήταν διατεθειμένη να τον αλλάξει…
Και τότε ο ήρωάς μας κατάλαβε πως δεν είχε πολλά να περιμένει από τους επίσημους καθοδηγητές, πως την αυτοκριτική του όφειλε να την απευθύνει στον εαυτό του, πως η αυτομόρφωση αποτελούσε μονόδρομο…
Το αφήγημα -ντοκουμέντο για την ιστορία της σύγχρονης εκπαίδευσης, στο κεφάλαιο που έχει να κάνει με το σχολείο του χωριού, ολοκληρώνεται με έναν πικρό επίλογο –αναφορά στο σήμερα που θέλει το δάσκαλο αριθμό, νούμερο στη λίστα των απασχολούμενων στις σχολικές μονάδες.
Και μόνο γι αυτό θα μπορούσα πω πως το «Φάε, δάσκαλε…» ήρθε την κατάλληλη ώρα. Να υψώσει το ηθικό του Έλληνα Δασκάλου της πράξης και της τάξης στον οποίον ο Μπάμπης το αφιερώνει.
Υ.Γ. Παρατηρώντας την προσεγμένη έκδοση που φέρει την υπογραφή του ΑλφαΠι, δε μπορώ να μη σκεφτώ πως αποτελεί μια από τις τελευταίες δουλειές που επιμελήθηκε προσωπικά ο αξέχαστος Αντώνης Παληός.
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1771 εμφανίσεις