Τα χρυσά μας στο σφυρί κι η ζωή μας στο αμόνι!
Χωρίς Τίτλο…Ευγενίας
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Πρωταπριλιά γεννήθηκε η θεία Καλλιρρόη και κάθε τέτοια μέρα έκανε στο σπίτι της γιορτή και πηγαίναμε όλοι μικροί - μεγάλοι να της ευχηθούμε αποφεύγοντας με πολύ προσοχή να αναφερθούμε στην ηλικία της. Έτσι κι αλλιώς ακαθορίστου ηλικίας ήταν, και επ’ αυτού είχε η γιαγιά μου την απάντηση: οι άσχημες γυναίκες δεν έχουν φόβο από το γήρας, αλί στις όμορφες, έλεγε, και μάλλον δεν εννοούσε μόνο την ηλικία, γιατί η πανάσχημη θεία Καλλιρρόη πήρε εύπορο άνδρα, ενώ η γιαγιά μου που ήταν κούκλα, τον παππού μου τον ξεβράκωτο.
Αυτό συνέβαινε στη δεκαετία του πενήντα, εκεί όπου, όπως λέγεται, θα επιστρέψουμε οσονούπω και καλό είναι να μαθαίνουμε, γι αυτό κι εγώ άρχισα ήδη να σκαλίζω τα κιτάπια της μνήμης, αλλά και τα συρτάρια του σκρίνιου που μας ξέμεινε όταν η θεία μας άφησε χρόνους. Σκαλίζοντας διαπιστώνω ότι το έπιπλο γυρεύει γιατρειά ένεκα το σαράκι που το κατάτρωει, σαν την Ελλάδα ένα πράμα, το αγνοώ προς στιγμήν διότι όλα τα ‘χει η Μαριορή, σκέφτομαι όμως αυτό που κατά κόρον λέγεται, ότι οι παλιές αξίες θα μας σώσουνε και επανέρχομαι.
Ειδοποιούμε τον ειδικό περί παλαιών επίπλων να περάσει από το σπίτι να του ρίξει μια ματιά, μην το μεταφέρουμε επί ματαίω, έρχεται το βλέπει και αντί να παζαρεύουμε εμείς την επισκευή του, παζαρεύει την αγορά του αυτός. Σπάνιο κομμάτι, μας λέει θαυμάζοντάς το, και μας ρωτά αν έχουμε και άλλα για πώληση έπιπλα, ακόμα και χρυσά.
Από έπιπλο τίποτα, αλλά από χρυσό κάτι υπάρχει, του λέμε ενθυμούμενοι τα χρυσά του αρραβώνα μας. Δυο σόγια μαζεμένα, όλοι μαζί καμιά εκατοστή άτομα, μακαρίτες οι περισσότεροι πια, έβγαζε ο καθένας ένα κουτάκι από τη τσέπη το άνοιγε ιεροτελεστικά με αργές κινήσεις να βλέπει η ομήγυρη, να τραβά και ο φωτογράφος, τότε βιντεοκάμερες δεν είχαμε, έβγαζε από μέσα το κόσμημα και στόλιζε με αυτό τον νυμφίο του άλλου σογιού.
Όταν είχανε φύγει όλοι και μείναμε μόνοι μας, απλώσαμε τα χρυσαφικά πάνω στο κρεβάτι και αρχίσαμε το μέτρημα. Κάναμε και μια επιτόπια εκτίμηση, με τα λεφτά που θα παίρναμε αν τα πουλούσαμε, θα μπορούσαμε να πάμε γαμήλιο ταξίδι και να περισσέψουν κιόλας.
Δεν προλάβαμε. Με την κοιλιά στο στόμα, το δικό μου εννοείται, έγινε ο γάμος, αλλά κι έτσι να μην ήτανε, άντε να πουλήσεις το δακτυλίδι με την κοτρόνα, εκείνο έπιανε τα πιο πολλά, που φόρεσε στο χέρι του γαμπρού η θεία Καλλιρρόη. Ποιος σε ξέπλενε από το στόμα της…
Εκεί, πάνω στην αναδρομή στα παλιά, συνειδητοποιούμε ότι έχουμε να δούμε το δακτυλίδι κάτι χρόνια. Πέσαμε με τα μούτρα στο ψάξιμο, κάναμε και πίτα για του Αγίου Φανουρίου τη μάνα, τελικά το βρήκαμε στη τσέπη του μαύρου μου παλτού, που είχα να το βάλω από την κηδεία της θείας, θεός σχωρέση την, αλλά πώς βρέθηκε εκεί;
Ήτανε την ώρα που ψάλανε το «δεύτε τελευταίον ασπασμό», μπροστά ο άνδρας μου, πίσω εγώ, πάει να την ασπαστεί, βλέπει την κοτρόνα στο δάκτυλο, από κεκτημένη ταχύτητα μάλλον είχε βάλει το δακτυλίδι, σου λέει στη θεία πάμε, κάνει μια το βγάζει και μου το πασάρει. Σάστισα εγώ μέχρι να καταλάβω τι ήθελε, μας κοίταζε και ο κόσμος, ρεζίλι γίναμε, βουτώ το κόσμημα, το ρίχνω στη τσέπη μου και το ξέχασα. Εκεί θα έμενε για πολύ καιρό ακόμα, αν δεν σκεφτόμασταν ότι το παλτό ήταν το
τρίτο ακριβό πράγμα μετά το σκρίνιο και το δακτυλίδι, που είχαμε στο σπίτι μας. Αποφόρι από τη θεία Καλλιρρόη κι αυτό, ήτανε λέει γνήσιο, από αρνί αστραχάν, για να ‘χει να λέει η γιαγιά μου πως η μουλάρα φορούσε αρνί.
Σκρίνιο, δακτυλίδι και παλτό κόστισαν όσο ο οβελίας και τα συμπαρομαρτούντα του Πάσχα, και μια τούρτα που πήραμε να το γιορτάσουμε.
Και εις άλλα με υγεία!
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1898 εμφανίσεις