Με ποιο τρόπο, θα φτιάξουν τον καλύτερο κόσμο δεν είπαν…
>> Της Στέλλας Μπάκνη
Παραλόγιασε και τα μάτια του καρφώθηκαν στον απέναντι φάρο, εκεί από την πλευρά του ξενοδοχείου. Κοίταζε ώρα, αλλά αν τον ρωτούσε κάποιος δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει, διότι αληθινά δεν κοίταζε τίποτα. Με ανοιχτά μάτια κοιμόταν ή να σκεφτόταν… Ένα πλοίο μπήκε φουριόζικο στο λιμάνι και σ’ ελάχιστο χρόνο είχε δέσει. Αυτό το γρήγορο πέρασμα τον έκανε κινήσει τα μάτια του και να κοιτάξει προς το πλοίο. Δεν ήταν σαν εκείνα που έρχονταν όταν μικρός ήταν. Εκείνα έβγαζαν από την τσιμινιέρα καπνό μαύρο. Τώρα κανείς δεν περίμενε στο φαναράκι να το δει να έρχεται, σαν τότε που οι γυναίκες των ναυτικών, περίμεναν κι ένα σκίρτημα ένιωθαν βαθιά σαν το αντίκριζαν.
Δίπλα του, κάποιοι μιλούσαν για την οικονομία της Χώρας. Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν μεγαλώσει και σπουδάσει στο σύστημα ποδοπάτησης των «καημένων» των φτωχών, των εργατών. Κανένας από αυτούς δεν είχε δουλέψει στο εργοστάσιο, στις οικοδομές, οδοκαθαριστής ή στα καράβια.
Δεν ήταν ζορισμένοι από καμιά ανάγκη ζωής.. για να εξασκήσουν αυτά τα επαγγέλματα. Εξ άλλου αυτοί είχαν σπουδάσει και το δίχως άλλο, το επίπεδο τους ήταν ανώτερο.. Ότι ήταν άνεργοι και ξόδευαν ασύστολα τα φράγκα άλλων, δεν έπαιζε δα και μεγάλο ρόλο. Αυτοί είχαν σχέδια για μεγάλες δουλειές, πέρα και μακριά από εργάτες, οδοκαθαριστές, πεινασμένους, άνεργους, άστεγους, κάθε λογής, φυλής, θρησκείας και περά από το φως..
Με ποιο τρόπο, θα φτιάξουν τον καλύτερο κόσμο δεν είπαν. Έχτιζαν με θεωρία, πάνω σε ανύπαρκτα θεμέλια, χωρίς τον παλμό των ανθρώπων που θα ζούσαν σ’ αυτή. Πώς τάχα, θα αναβαθμίσουν με τις θεωρητικές γνώσεις τους την πρακτική πλευρά που είναι το ασύλληπτο χάος;
Αξία έχουν μόνο τα εργατικά χέρια της κοινωνίας που στάζουν ματωμένο ιδρώτα στα επικίνδυνα στέκια των παμφάγων πολυεθνικών.
Ποιος απ’ αυτούς, δούλεψε στο εργοστάσιο, από τα άγρια χαράματα και χωρίς καμιά προοπτική μετάθεσης, προαγωγής, αλλαγής εργασίας; Κι αν κάποτε έπιασαν τέτοια δουλειά, ήξεραν πως ήταν για λίγο, σαν δοκιμή, σαν πρόβα, αλλά με ημερομηνία λήξεως, αφού σύντομα θα έφευγαν, θα γλίτωναν, διότι δεν ήταν για τέτοιου είδους κατώτερη δουλειά.
Ο «δάσκαλος», τους έβαλε να δουλέψουν στα βαριά, εκεί που εκατομμύρια εργάτες δεν ξέρουν αν έχει ανατέλλει ο ήλιος ή αν έχει δύσει, εκεί που χάνεται η αίσθηση του μέτρου και του χρόνου και ξυπνά το ένστικτο της κτηνώδους αυτοσυντήρησης. Τους έβαλε εκεί για να τους τρομοκρατήσει.. ότι δήθεν θα έμενα για πάντα και τα ίδια θα πάθαιναν αν στα «σκοτεινά πανεπιστήμια» τους δεν μελετούσαν το τσαλαπάτημα των απλών εργατών ή υπαλλήλων ή μικρών κάθε πόστου ελεγχόμενου από τους αφεντάδες.
Μιλούσαν, μια γλώσσα γεμάτη επιστημονικούς όρους και λίγο τους ενδιέφερε αν ήταν εφαρμόσιμοι ή όχι. Αυτοί θα σχεδίαζαν, ενώ οι κατώτεροι θα εκτελούσαν.. χωρίς το δικαίωμα άποψης κι αντίδρασης.
Μ’ αυτό τον τρόπο εύκολα θα γίνονταν ο Χ εργάτης ένα με το άψυχο αντικείμενο που επεξεργαζόταν στη δουλειά.
Αυτές οι φύτρες ήταν κακής σποράς κι όταν από το σπίτι έβγαιναν στην κοινωνία με συγκεκριμένους σκοπούς, μοιραία θα τη χώριζαν σε ομάδες και στις πιο ευπαθείς, θα άρχιζαν την πλύση εγκεφάλου έως το τελικό τερατώδες αποτέλεσμα μιας αδίσταχτης συμπεριφοράς, που στο βωμό του κέρδους μηδενίζει αξίες, ιδανικά, αγώνες, μα και έρωτες, γνώση, τέχνη, αλληλεγγύη, την άδολη γεμάτη ανθρωπιά σκέψη.
Το πισωγύρισμα πάσχιζαν επί πολλές δεκαετίες να επιβάλουν οι κρατούντες που συνέτριψαν τα ιερά και όσια αιώνων.. κι αυτό μόνο για να εισπράξουν δύναμη, η οποία ήταν το πιάτο το φαί άλλων, που τίποτα δεν έφταιξαν.
Τη ζημιά στο υγιές που προκαλούσαν οι φονιάδες, αντίκρουαν οι «φευγάτοι», της γης, διότι η φλόγα της αγάπης που ρέει μόνο στην καρδιά ήταν το κυριότερο ειρηνικό όπλο.
Κουράγιο, για να μη χαθεί το πνεύμα, η έκφραση, η απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, η διακίνηση ιδεών. Μόνο οι βαθιά έντιμοι, μπορούν να κάνουν τέτοια υπέρβαση και να φθάσουν στο σημείο που λίγοι ενδιαφέρονται να γνωρίσουν αληθινά, να επεξεργαστούν το νόημα του μηνύματος.
Πώς αληθινά πρέπει να είναι ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο ζωής;
Μόνο όσοι παιδιά έμειναν, μπορούν να το καταγράψουν, τα ελεύθερα πουλιά να το διαδώσουν κι αυτοί που πολύ αγάπησαν στη ζωή να το εφαρμόσουν. Αναζητώντας την ελπίδα μέσα από κουβέντες με διαφορετικούς ανθρώπους, θα βρεθούν θησαυροί που θάφτηκαν, θα μαθευτεί η αλήθεια για το πρώτο συναίσθημα που φώτισε την οικουμένη!
Θα γίνει άξιο μελέτης αυτό που ένιωσαν κάτι πρωτάρηδες όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν πάνω από λυσσασμένες θάλασσες, αλύπητους αγέρηδες, παγωνιά, μοναξιά, εγκατάλειψη μα και δέος για το πέταγμα του μικρού πουλιού, που κατάφερε μέσα στη ζεστασιά από ανθρώπινες φούχτες να επιβιώσει των πολέμων και της καταστροφής τους.
Είναι ένας τραγικός ανεμοστρόβιλος, που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του κι έμειναν τα συγγράμματα των στραγγαλιστών της αλήθειας να χάσκουν στο έλεος του αέρα και της βροχής. Οι έχοντες εσωτερικό φως σώθηκαν, επέζησαν του ανεμοστρόβιλου επειδή τον είχαν σπουδάσει μέσα στα λατομεία, εργοτάξια, εργοστάσια, βάσανα, καημούς, φτώχεια, ανέχεια, αρρώστια, ασιτία, την αδικία της σκληρής αληθινής ζωής, που γραμμένη είναι με αίμα, μεράκι, γνώση, αγώνα τέχνη και έρωτα..
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1839 εμφανίσεις