Πολιτική - κρίση και προβληματισμός (κριτική προσέγγιση)
>> Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
Είναι φανερό πως στις μέρες μας η πολιτική αλλάζει μορφή, ή αν θέλετε, η άσκηση της πολιτικής αλλάζει μορφή… είναι επίσης φανερό πως αυτή δεν ασκείται πλέον με βάση τις ιδεολογίες, αλλά περνάει στη φάση τής μεταπολιτικής- βιοπολιτικής(1).
Ως πολιτική πράξη μπορούμε να ορίσουμε την πολιτική που σχετίζεται όχι μόνο με τους ιδεολογικούς αγώνες για να επικρατήσει μια ιδεολογία, αλλά πρώτιστα την κυριαρχία της ιδεολογίας αυτής επί του πρακτικού πεδίου.
Είναι φανερό πως μετά την κατάρρευση των λεγόμενων σοσιαλιστικών καθεστώτων, άρχισαν να φαίνονται τα μεγάλα παγκόσμια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία μετριαζόταν ή αν προτιμάτε καλυπτόταν μέχρι τότε, από την πολιτική πρακτική που ισορροπούσε στη λεγόμενη «ισορροπία του τρόμου», που αν και ευδιάκριτη τότε, σήμερα, καθώς γκρεμίστηκε ο μαρξισμός – λενινισμός μοιάζει να θάβει κάτω από τα συντρίμμια του τόσο το πρόταγμα της αυτονομίας, όσο και την ίδια την πολιτική, η οποία στηρίζεται στην κυριαρχία των μηχανισμών που κυριαρχούν σε όλες τις κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες. Σήμερα μιλάμε για ένα είδος πολιτικής που, απαρνιέται την καταστατική διάσταση του «πολιτικού» και στη θέση της εφαρμογής των «καταστατικών πολιτικών» τοποθετούνται οι δια φόβου «συναινετικές διαδικασίες». Η λογική αυτή στην εφαρμογή της ουσιαστικά στηρίζεται σε μηχανισμούς που λειτουργούσαν ανέκαθεν ως ένα «περίεργο επάγγελμα»∙ μια και σήμερα ούτε οι κοινωνιολόγοι ούτε και οι πολιτικοί ενδιαφέρονται για να αλλάξει το σύστημα αλλά να το κάνουν να λειτουργεί εύρυθμα, ασχολούμενοι με θέματα «μείζονος πολιτικής» και κυρίως οικονομικής, η οποία σήμερα δεν έχει καμία σχέση ούτε με μιαν «αληθινή αγορά», αλλά μοιάζει όλο και περισσότερο με «πλανητικό καζίνο». Είναι βέβαια προφανές, και έχει αποδειχτεί στην πράξη, πως κανένα καθεστώς δεν μπορεί να επιζήσει αν οι μηχανισμοί του δεν λειτουργήσουν με βάση κάποια προαπαιτούμενα, τα οποία ουσιαστικά έχουν σχέση με την διατήρηση του status quo δηλ. στην ουσία, της σταθερότητας. Όμως οι διαδικασίες αυτές –της αγοράς - ξεφεύγουν από την πολιτική ιδεολογία και βοηθούν μια εκ των προτέρων θεσμισμένη εξουσία η οποία σήμερα βρίσκεται εκτός ελληνικών πολιτικών κέντρων, τα οποία ελέγχουν τις όποιες «πολιτικές» συμπεριφορές των κομμάτων ακόμα και των πολιτών, μέσω της άσκησης έμμεσης βίας ή εκβιασμού μέσω της επικοινωνίας της πληροφόρησης και της εικόνας (βλ. τηλεόραση). Της οποίας το περιεχόμενο βρίσκει στόχους για τη ζωή υπό τους πιο περιορισμένους όρους. Ένας απ’ αυτούς είναι να σου περάσει ή αν θέλετε να σε προβληματίσει μόνο για το πώς θα τα βγάλεις πέρα, γιατί βλέπεις τι γίνεται στον κόσμο!… (2)
Ο εκβιασμός αυτός οδηγεί μέσα από την εξαπάτηση, στο φόβο αλλά και στη «συλλογική αντιμετώπιση» της όποιας απειλής, η επίλυση τής οποίας σίγουρα δεν εξαρτάται από την οποιαδήποτε εθνική πολιτική. Πολύ περισσότερο σε χώρες που δεν μπορούν να επιβάλλουν οτιδήποτε, παρά μόνο να εφαρμόζουν. Γιατί ο έλεγχος τους, επιβάλλει όχι μόνο να μην μπορούν, αλλά και να μη θέλουν∙ αντιλαμβανόμενες πως η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί δεν τους επιτρέπει ούτε καν να σκεφτούν την εφαρμογή διαφορετικής πολιτικής. Θαρρώ πως είναι κοινή διαπίστωση, όσο και αν είναι δύσκολη η παραδοχή της, πως και τα κινήματα(3) ενάντια στην υπάρχουσα τάξη μπορεί να λειτουργήσουν μόνο αποσπασματικά και περιορισμένα. Ουσιαστικά υπάρχει κρίση νοήματος και αξιών, στην οποία έχει οδηγήσει ο καπιταλισμός κατά τις τελευταίες δεκαετίες, που οφείλεται στην χρεοκοπία όλων σχεδόν των ιδεολογικών προτύπων αφού πλέον δεν μας παρέχονται σημεία αναφοράς για να βρούμε μια ταυτότητα και ένα νόημα στη ζωή μας.
Αυτό κυρίως μετά την κατάρρευση της «κομουνιστικής απάτης», αλλά και τη στρεβλή λειτουργία της «δημοκρατίας». Η δομική αυτή μεταβολή έχει ως αποτέλεσμα να μη θέλει πλέον να ασχοληθεί κανείς με την πολιτική, (έστω και αν αυτή έχει χαρακτηριστεί ως τέχνη του εφικτού) αφού αυτή έχει γίνει συνώνυμη της κομπίνας, της λοβιτούρας και των ύποπτων χειρισμών. Από την άλλη δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς με βεβαιότητα πως η όποια συμμετοχή της κοινωνίας δείχνει πως μπορεί να αλλάξει ριζικά κάτι, γιατί μια τέτοια συμμετοχή δεν μπορεί να επιτύχει παρά ένα περιορισμένο αποτέλεσμα που όμως δεν αγγίζει το σύνολο της κοινωνίας και δεν μπορεί να πείσει ότι κάτι θα αλλάξει σε ευρύτερη κλίμακα, εκτός, ίσως, από «τα θετικά σχόλια των εξουσιαστών». Οι λαοί προς το παρόν βρίσκονται μακριά από τη λήψη των όποιων αποφάσεων, καθώς άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτούς. Οι εκλογές στην πραγματικότητα έχουν γίνει «ψευδαίσθηση δημοκρατίας» καθώς και μια «διαδικαστική τελετή χειραγώγησης των πολιτών». Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει με βεβαιότητα ό,τι αυτές είναι “Elections piege a cons”(4) σύμφωνα με ένα από τα καλά συνθήματα του Μάη του ’68. Όμως, η συμμετοχή έστω και δια της απλής ψήφου και μόνο, δεν πιστεύει κανείς πως δίνει το δικαίωμα στη εξουσία να βάζει τους κανόνες και να τους υλοποιεί όπως αυτή νομίζει. Στην ουσία αυτή αδιαφορεί και αφαιρεί από τον λαό το δικαίωμα στην υλοποίηση της όποιας απόφασης στη δημιουργία της οποίας δεν συμμετείχε.
Ίσως η αντίδραση σε τέτοιες λογικές να μην είναι αρκετή, και βέβαια δεν τους παρέχει οποιαδήποτε νομιμοποίηση. Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο πως χωρίς τη δράση δεν γίνεται τίποτα! Πιθανότατα όμως αυτός είναι ο φόβος που πλανάται συνεχώς πάνω από τα κεφάλια των εξουσιαστών. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα είναι, πως η πολιτική σήμερα έχει γίνει μια δραστηριότητα που ετεροκαθορίζεται. Ακόμα και η δημοκρατία έχει πάρει άλλη μορφή, και από ορισμένες απόψεις έχει γίνει προβληματική∙ μια και δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ισονομία για όλους παρά μόνο όπου εξυπηρετεί την εξουσία(5).
Οπωσδήποτε η λεγόμενη Παγκοσμιοποίηση δεν ευνοεί την πολιτική δραστηριότητα αλλά ευνοεί την απάθεια και την ιδιώτευση, δημιουργώντας έναν νέου τύπου άνθρωπο, τον ζαπάνθρωπο∙(6) έναν άνθρωπο μειωμένων αντανακλαστικών που λειτουργεί μέσα στην ψευδαίσθηση της ατομικότητας και της «ελευθερίας» του.
Συμπληρωματικές διευκρινιστικές προσθήκες
(1) Βιοπολιτική έχει ως στόχο την ασφάλεια και την ευημερία της ανθρώπινης ζωής, πέραν από ιδεολογικούς προσανατολισμούς και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη διαχείριση και τη διοίκηση από «ειδήμονες». Αυτό βέβαια μέσω του φόβου που οδηγεί σε μια εξ’ ανάγκης συναίνεση με «λειτουργικά προαπαιτούμενα».
(2) Σήμερα έχω την εντύπωση πως ξεφεύγουμε πλέον από το επίπεδο τού καταναλωτισμού και οδηγούμαστε σ’ αυτό της ιδιώτευσης. Όμως και τα δύο αυτά στοιχεία φαίνεται κάποιοι προς το παρόν να τα ελέγχουν και πιθανόν όχι μόνο ως συγκυριακά αναγκαία.
(3) Σήμερα που τα κόμματα πεθαίνουν ή αν θέλετε πάσχουν από ιδεολογική ασιτία, αναμασούν τροπάρια που είναι δύσκολο να τα πιστέψει πια κανείς, γιατί αμφισβητείται η ικανότητά τους όχι μόνο να αντισταθούν, να τα εφαρμόσουν, αλλά πολύ περισσότερο να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη. Γιατί στις σημερινές ψευδοδημοκρατίες, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια (Κορν. Καστοριάδης). Έτσι –προς το παρόν- αυτό που μπορούν να κάνουν είναι ενέργειες αποσπασματικού χαρακτήρα, που όσο κι αν είναι ουσιαστικές, εν τούτοις δεν υπερβαίνουν το στοιχείο της εκτόνωσης∙ είτε με επαναστατική γυμναστική, είτε με τη μορφή «κινημάτων», όπως «δεν πληρώνω», «των αγανακτισμένων», «για την προστασία της καρέτα – καρέτα», της green peace… Ακόμα και ολόκληρο το οικολογικό κίνημα λειτουργεί αποσπασματικά χωρίς ξεκάθαρη λογική και στόχους. Θεωρώ πως είναι μυωπικό να προσπαθούμε να λύσουμε το οικολογικό πρόβλημα εντός του σημερινού κοινωνικοοικονομικού συστήματος, εάν δεν αντιληφθούμε ότι το ριζοσπαστικό οικολογικό κίνημα είναι ανάγκη να συγκρουστεί με την καταναλωτική κουλτούρα και ιδεολογία.
Από την εξόφθαλμη αυτή κρίση δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και αυτή του εκπαιδευτικού συστήματος, που κάποτε είχε και την κινηματική λογική όχι μόνο των διεκδικήσεων (βλ. 1 1 4), αλλά λειτουργούσε και ως υποχρέωση να πάρει κανείς «το χαρτί» για να βρει δουλειά. Σήμερα η λογική αυτή δεν υπάρχει γιατί αξία δεν έχει ούτε το πτυχίο, που κάποιες φορές η αξία φτάνει αυτήν ενός περιτυλίγματος!
(4) οι εκλογές είναι παγίδα για ηλίθιους. Στην ουσία οι εκλογές δεν είναι ούτε καν μηχανισμός αντιπροσώπευσης, αλλά χρησιμοποιούνται ως μηχανισμός εκτόνωσης και χειραγώγησης. Η κοινωνικοπολιτική κατάσταση είναι τέτοια που δεν μπορεί να μας πείσει κανείς για το «ορθόν» της διαδικασίας. Αυτός είναι ένας φόβος που πλανάται συνεχώς πάνω από τα κεφάλια των εξουσιαστών.
(5) Αυτό που σήμερα εξυπηρετεί το σύστημα είναι να μετατρέπει τις ανθρωπιστικές αναγκαιότητες μέσω ψυχολογικών πιέσεων σε «λογική» αντιμετώπιση της κρίσης για την οποία, το όποιο ποσοστό ευθύνης των πολιτών είναι απειροελάχιστο.
(6) από το αγγλ. zapping που σημαίνει εναλλαγή – επιλογή. Στην περίπτωσή μας ισχύει μόνο η εναλλαγή∙ γιατί ως προς την επιλογή, αν κρίνουμε από την αξία των προς επιλογήν, θα διαπιστώσουμε, πως αυτά είναι προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένο πλαίσιο και βάσει συγκεκριμένης «λογικής» στόχευσης∙ από την επιτυχία της οποίας εξαρτάται και διαμόρφωση «του εννοείν» των λεγομένων. Χρησμός; Ίσως! Όμως ο χρησμός είναι χρήσιμος ακριβώς επειδή έχει τη ρίζα του στο χρέος∙ η αξία του οποίου έχει βάση στην υποχρέωση, που όπως γνωρίζουμε δεν την επιβάλλει κάποιος ηθικός νόμος, αλλά στηρίζεται στη λογική του καθήκοντος. Αιθεροβάμων; Ίσως! Όμως αλλοίμονο αν θεωρήσομε δεδομένη την πραγματικότητα δηλ. το σήμερα∙ και δεν κυνηγήσομε αυτό που φαντάζει ως ουτοπία, ή δεν επιδιώξουμε το ιδεώδες, που σήμερα το θεωρούμε ως ανέφικτο. Στην εκτίμηση των παραπάνω καθοριστικό ρόλο έχει η παιδεία και επί του προκειμένου αυτή που παρέχεται όχι μόνο από τα βιβλία, αλλά αυτή που δέχονται οι πολίτες μέσω της δράσης και του παραδείγματος. Και βέβαια δεν υπάρχει σύγκριση ούτε με αυτήν που δέχονταν οι πολίτες στην αρχαία Αθήνα, όπου ακόμα και οι γυναίκες και οι δούλοι παρακολουθούσαν τις παραστάσεις τραγωδίας, με αυτήν που δέχεται ο σημερινός τηλεθεατής όταν βλέπει την Τόλμη και γοητεία ή τη Λάμψη…
knafpl@hotmail.com
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 2478 εμφανίσεις
Σχόλια
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται