Το θέμα είναι, τώρα τι λες
>> Γράφει ο Νίκος Δ. Γεωργούλης
Θα ήταν αρκετή η ώρα που το μυαλό μου ταξίδευε . . . Το παρατήρησε η γυναίκα μου, που τα πάντα ελέγχει και τα πάντα επιτηρεί μέσα στο σπίτι και μου λέει:
- Τι έπαθες;
- Ψάχνω να βρω από πού να αρχίσω.
- Από την αρχή, μου απαντά απλά και κοφτά.
Σωστά. Πώς και δεν το είχα καταλάβει. Και στις εκθέσεις στο σχολείο την πολύ ώρα την έτρωγα να βρω την αρχή.
Εδώ ποιά να είναι η αρχή; Μα ότι έφυγε το καλοκαίρι. Τέλος τα μπάνια, οι εκδρομές, έφυγαν κι οι επισκέπτες. Μείναμε πάλι εμείς κι εμείς. Μεγάλωσαν οι νύχτες κι άντε να βγάλεις το δύσκολο από κάθε άποψη χειμώνα. Έχεις και τον κρυφό φόβο, θα σε βρει άραγε ζωντανό και όρθιο το ερχόμενο καλοκαίρι; Γιατί το μελαγχολικό φθινόπωρο μας μαύρισε την ψυχή με τους «άγουρους» θανάτους. Έφυγε μια ξαδέλφη αγαπητή και ωραία, έφυγε ο λεβέντης ενός καλού μου φίλου, έφυγε και ο παπά Γιώργης Λιαδής που μπορούσα να συζητώ μαζί του χωρίς τον φόβο να παρερμηνευτώ. Απώλεια για το νησί, που δεν αναπληρώνεται εύκολα.
Μια καλή είδηση έχω καιρό ν’ ακούσω. Ο κόσμος υποφέρει. Με παρηγορεί το γεγονός ότι δεν είμαι μόνος. Πηγαίνεις να πεις τον πόνο σου για να ξελαφρώσεις και διαπιστώνεις ότι ο συνομιλητής σου σηκώνει μεγαλύτερο βάρος.
Δε με τρομάζει ο δύσκολος δρόμος. Αντίθετα με τρομάζει ο εύκολος που κάποιοι, ανέξοδα επαγγέλλονται. Το δρόμο της Αλλαγής τον περπατήσαμε. Ήταν ωραίος και ανατρεπτικός για την εποχή του.
Μπορεί να υστερούσαμε σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ως προς τα εισοδήματά μας, αλλά ως καταναλωτές κατείχαμε τα πρωτεία. Από την Τοπ. Αυτοδιοίκηση μέχρι τα συνδικάτα, τις κάθε λογής οργανώσεις ως τα κόμματα. Ο ωχαδερφισμός, το βόλεμα, η ανευθυνότητα, η έλλειψη μέτρου, οι υπερβολές, η εποχή του «θέλω», ήταν η καταστροφή μας.
«Το θέμα είναι τώρα τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας / Το θέμα είναι τώρα τι λες». (Μ. Αναγνωστάκης)
Ο Τσόρτσιλ υποσχέθηκε στους συμπατριώτες του «αίμα και δάκρυα». Δεν τους υποσχέθηκε δρόμο με ροδοπέταλα. Παρ’ όλα αυτά τον εμπιστεύτηκαν και τους οδήγησε στη νίκη.
Κι εμείς τέσσερα χρόνια, φτύσαμε αίμα. Αγκομαχώντας φτάσαμε έως εδώ. «Λίγο δεν είναι». Τώρα όμως φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα τα φέρομε τούμπα. Φοβάμαι γιατί ο κόσμος είναι εξουθενωμένος, απελπισμένος και το χειρότερο δε βλέπει φως. Κάποιοι φροντίζουν να του συσκοτίσουν την έξοδο. Ζητά από κάπου να πιαστεί. «Ο λαός, ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος».
Μοιάζομε με το μύθο του Σίσυφου. «Κομμάτι – κομμάτι κατορθώνουμε, παίρνουμε τ’ απάνω μας, αρχίζουμε να έχουμε θάρρος κι ελπίδες… όμως η πτώση μας είναι βεβαία». «Η πτώση μας είναι βεβαία» όπως και η πτώση του βράχου του Σίσυφου.
Την εξυπνάδα του Σίσυφου την είχαν φοβηθεί οι Θεοί του Ολύμπου. Για να γλυτώσουν από δαύτον του φόρτωσαν ένα βράχο να τον κουβαλάει από την κοιλάδα στην κορυφή του βουνού ώστε να μην έχει χρόνο να σκέπτεται. Κάθε φορά που έφτανε στην κορυφή, του γλιστρούσε και κατρακυλούσε πάλι στην κοιλάδα. Και άντε πάλι απ’ την αρχή.
Αν τώρα αντικαταστήσομε τους Θεούς με τους «κακούς ξένους» που μας ζηλεύουν για την ευφυΐα και τους προγόνους μας και θέλουν το κακό μας, αναρωτιέται κανείς εμείς πώς αντιδρούμε; Γιατί τα ίδια λάθη κάθε φορά; Πού είναι η εξυπνάδα μας;
Δυστυχώς εξανεμίζεται απ’ τα κουσούρια μας: Πρώτα και κύρια είμαστε καχύποπτοι, καθόλου ψύχραιμοι, δε συμφωνούμε ποτέ και για τίποτα, νομίζομε ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον μας, ποτέ δε φταίμε εμείς, πάντα κάποιος άλλος είναι η αιτία, αμέθοδοι, ανυπόμονοι, θερμόαιμοι και ευκολόπιστοι, αυτοί είμαστε.
Τέσσερα χρόνια αγκομαχάμε να ανεβάσομε το βράχο στην κορυφή, μας βγήκε η «πίστη» και, τώρα, στο τέλος, φοβάμαι πως θα μας γλιστρήσει για άλλη μια φορά.
Αυτά σκεπτόμουνα ψάχνοντας από πού να αρχίσω.
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 2472 εμφανίσεις
Σχόλια
Πως κάνεις έτσι;Δεν είναι