Φύρδην – μίγδην
>> Του Κ. Α. Ναυπλιώτη
Συνεχίζοντας από την προηγούμενη αναφορά μας σχετικά με το φύραμα και τη φύρα, σήμερα θα ασχοληθούμε με δύο σχετικά ρήματα το κεράννυμι και το μίγνυμι…
Να διευκρινίσουμε όμως ότι το επίρρ. φύρδην είναι σημασιολογικά συγγενές με το κεράννυμι και το μίγνυμι όπως και το φύρω. Τα ρήματα αυτά σημαίνουνε ουσιαστικά ανακατεύω, αλλά το ανακάτεμα αυτό είναι διαφορετικό κάθε φορά.
Αρχίζοντας από το κεράννυμι∙ αυτό σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και δημιουργώ μια νέα χημική ένωση π.χ οίνος + ύδωρ = κρασί – ποτό, κράμα σιδήρου με άνθρακα μας δημιουργούν τον χάλυβα, επίσης από κράμα χαλκού με ψευδάργυρο τον ορείχαλκο κ.α
Το μίγνυμι, ρίχνω απλώς στο ίδιο αγγείο δύο υγρά ως μία απλή μηχανική ενέργεια μόνο και όχι χημική ένωση π. χ νερό και λάδι. Αυτό όμως που φαίνεται καθαρά είναι η ανάμιξη στερεών∙ για παράδειγμα σιτάρι και κριθάρι στο ίδιο σακί ή ρεβίθια με φακές τα οποία απλώς αναμιγνύονται με την μηχανική ενέργεια την οποία δηλώνει το ρήμα μίγνυμι, δηλ. ανάμιξη και όχι χημική ένωση.
Όμως το ρ. φύρω είναι πάντα παρόν! Εδώ σημαίνει ανακατεύω κάτι ξηρό με ουσία υγρή, εδώ όμως κυρίως με την έννοια της φθοράς, της καταστροφής και του λερώματος. Τέτοια ακρίβεια και λεπτότητα στη διάκριση των εννοιών είναι μοναδική! (βλ. στο προηγούμενο περί βορβόρου & συμφυρμού, που σήμερα απλά λέμε έγινα σύγχρηστος! δηλ. λερωμένος- στιγματισμένος από κάποιο υγρό, νερό, λάδια κλπ.). Το φύρω ως ανάμειξη ουσίας ξηρής με υγρή το βρίσκουμε και στον Ησίοδο (Έργα & Ημέραι 60-61) που μας λέει ότι ο Ζεύς «Ήφαιστον εκέλευσε…γαίαν ύδει φύρειν» δηλ. διέταξε τον Ήφαιστο να ανακατέψει χώμα με νερό, (για να πλάσει την Πανδώρα) πρβλ. και τη φράση της Παλαιάς Διαθήκης «εκ χού ει και εις χούν απελεύσει». Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε πως η ιδέα αυτή από τον Ησίοδο πέρασε στη φιλοσοφία, όπως διαβάζουμε και στον Ξενοφάνη (6ος αι. π. Χ) που έλεγε «πάντες γαρ εκ γαίης τε και ύδατος εκγενόμεθα». Όμως και στην Ιλιάδα (Η 99) βλέπουμε τον Έκτορα να λέει: «αλλά υμείς μεν πάντες ύδωρ και γαία γένοισθε» δηλ. αλλά εσείς όλοι είθε να γίνετε ύδωρ και γη. Στην Ιλιάδα βλέπουμε ακόμα πως το ρ. φύρω χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση που κάποιο υγρό βρέχει ή βρωμίζει κάτι στερεό και ξηρό (βλ. Ιλ. Ω 162) «δάκρυσιν είματ’ έφυρον» δηλ. έβρεχαν τα ρούχα τους με δάκρυα*. Το ίδιο συμβαίνει και στην Οδ. σ 21, «αίματι οίκος εφύρθη» δηλ. βράχηκε με αίμα ο οίκος (σόι- γένος) των Ατρειδών. Το φύρομαι βέβαια σχετίζεται και με τις κοινωνικές σχέσεις, και ως προς τον άνθρωπο σημαίνει∙ έχω σχέσεις, ανακατώνομαι, συναναστρέφομαι. Σχετ. και το ουσ. εσμός ρ. έζομαι = κάθομαι μαζί, κάνω παρέα, συναναστρέφομαι με κακούς…
* δηλαδή έκλαιγαν, θρηνούσαν γοερά χύνοντας δάκρυα. Βλέπουμε ότι ο θρήνος ακολουθείται με κλάμα και δάκρυα σχετ. ρ. ολο-φύρομαι, ολοφυρμός ακόμα και μύρομαι που σημαίνει χύνω, βρέχομαι με δάκρυα, κλαίω, θρηνώ και οδύρομαι∙ κλαίω γοερά, πενθώ.
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 2282 εμφανίσεις