Των αθώων τα πάμφωτα στέκια
>> Της Στέλλας Μπάκνη
Οι νύχτες του γέμισαν σύννεφα που του έκρυψαν τα αστέρια.. Ήταν θολός ο ουρανός και ψεύτικο το στερέωμα.. Μήτε νυχτοτράγουδα, μήτε ποιήματα, μήτε λόγος άλλος δεν ακουγόταν πουθενά. Η σιωπή ήταν βαριά σαν βράχος.
Του την επέβαλλαν και την αποδέχτηκε, γιατί καθόλου δύσκολο δεν του φάνηκε, να κλείσει το στόμα του και να μη μιλά σε κανέναν και για τίποτα και να διαλογίζεται με την ησυχία του.. Κάποτε μιλούσε με τα θαλασσοπούλια ή τα κύματα. Ήταν ευτυχισμένος και ήσυχος στη μοναξιά του. Έγραφε στίχους και γινόταν όλα μια ευτυχισμένη συγκυρία, που γεννούσε ανθάκια της αυγής. Είχε βιώσει γδικιωμούς και έριδες, είχε πάρει μέρος σε μάχες υπέρ των αδύναμων κι αθώων της πόλης του. Έφερε σοβαρά τραύματα εντός του, από τους καρεκλοκαβαλάρηδες, που κυνηγούσαν ανεμόμυλους, αντί να κάνουν αγώνα υπέρ του συνανθρώπου.
Κρυμμένοι από φόβο.. προφασιζόταν προβλήματα και ύψωναν τείχη, για να αποκλείσουν τους ανεπιθύμητους, που αντιστεκόταν.. Τα δικά τους λάθη ήταν δικαιολογημένα. Ποιος τους έδωσε την άφεση παραμένει άγνωστο.. Λόγια σκληρά και αδυσώπητα στις ψυχές των αθώων, τους οποίους κατηγόρησαν για τερατώδη εγκλήματα, που δεν έκαναν ποτέ κι αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο.
Πόσο να αντέξει ο άνθρωπος αυτός, που η πορεία του ήταν πολύχρωμη; Τον πότισαν όμως ερήμην του φαρμάκι σε δόσεις απάνθρωπες. Το δηλητήριο πέρασε μέσα στο αίμα του και σκόρπισε συναισθήματα άσχημα..
Βγήκε στο δρόμο, να βρει το ξημέρωμα της καινούργιας μέρας. Οι ψαράδες κινούσαν για την καλή ψαριά, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει, αλλά το χρώμα της ηούς ήταν ζεστό σαν χάδι.
Δυο δάκρυα.. αυλάκωσαν το πρόσωπο του. Τα χέρια ύψωσε στη μεριά της ανατολής κι έγραψε στον αέρα μια φράση..
Οι ρίζες των δέντρων άρχισαν να φωνάζουν λόγια μιας αφανούς παρηγοριάς. Ξάπλωσε κάτω και κοίταξε το τελευταίο αστέρι. Άρχισε να του μιλά με λόγια της καρδιάς κατακόκκινα. Το αστέρι συναισθάνθηκε τόσο, που άρχισε να κλαίει και τα δάκρυα του.. έπεσαν στου κόσμου την μέση. Εκεί που ο καθένας ποδοπατούσε τα παράπονα των αθώων. Τότε, φύτρωσε το λουλούδι της υπομονής, της παρηγοριάς.. του αγκαλιάσματος και του μοιράσματος. Ηταν μια καλή είδηση..
Άφησε το σώμα του να κυλήσει στο κύμα και το νερό σκέπασε το μέρος της καρδιάς, ώσπου έφτασε στην πληγή του και η αρμύρα την έκαψε. Ο πόνος, έφυγε ψηλά σαν ουρλιαχτό λαβωμένου ζώου και ταρακούνησε τον ουρανό, που έρανε ροδοπέταλα την οικουμένη. Μια μεγάλη και άδεια από νοήματα, οράματα, ιδανικά, αλλά με έκπτωση αξιών, ήθους και ηθικής οικούμενη..
Τα πουλιά της θάλασσας, του έφεραν θαλασσόχορτα να απαλύνει την πληγή. Ρώτησε τον Θεό του σύμπαντος «γιατί;», όλα τούτα σε μια πλάτη.
Τότε έγινε ανατολή και η μάνα γη.. του μήνυσε να σταθεί στα πόδια του κι αυτή θα τον φρόντιζε, να κινήσει για της ζωής τα μέρη. «Όλα γι κάποιο λόγο γίνονται, κοίτα μέσα σου» του είπε
Έσκυψε στα γόνατα και προσευχή έκανε, που ο αγέρας την πήρε ψηλά στων αγγέλων την γειτονιά, στης μάνας την αγκαλιά, στων αθώων τα πάμφωτα στέκια. Εκεί ήταν μια μικρή σπηλιά, που έκαμε σπίτι του.. Ήταν ένα μεγάλο παιδί, που δεν πρόλαβε να «μεγαλώσει» κανονικά, από τη βία που γνώρισε. Πότε- πότε φώναζε δυνατά κι έλεγε: «Άκου, έχω φωνή, μα συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω, τι λένε τα κομπιούτερ κι οι αριθμοί»… και πάλι έμπαινε στα φωτεινά του ταξίδια για την αγάπη, την ειρήνη, την ελευθερία-
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 3108 εμφανίσεις