Κριτική της Ελισάβετ Κοτζιά για "Το ζουμί του πετεινού" στην Καθημερινή της Κυριακής 8/7/12
Να που ξαναέγινε επίκαιρη η λογοτεχνική στράτευση και η συνακόλουθη προβληματική γύρω από τους βαθμούς αυτονομίας του λογοτεχνικού έργου από τις κοινωνικές συνθήκες. Εξέλιξη αναμενόμενη όταν οι καιροί είναι δύσκολοι και η λογοτεχνία, ως λόγος ηθικός, νιώθει υποχρεωμένη να τεθεί στην υπηρεσία κρίσιμων κοινωνικών αιτημάτων. Το δίλημμα στο οποίο ο κριτικός καλείται να απαντήσει είναι κατά πόσο, σε περιόδους πολιτικής όξυνσης και συγκρουσιακού κλίματος, επιτρέπει στις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες του κειμένου, του συγγραφέα και τις δικές του να προσδιορίσουν αποφασιστικά την αισθητική ματιά του. Κατά πόσον κατορθώνει να σταθμίσει σχετικά ανεπηρέαστα αν υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στα ιδεολογικά και αισθητικά συστατικά σύνθεσης του κειμένου. Κατά πόσον τέλος πάντων η ιδεολογική του σύμπλευση ή η απόκλιση προς το κείμενο ορίζουν την καλαισθητική του κρίση. Παράδειγμα η περίπτωση του Γιάννη Μακριδάκη.
Ο απόηχος της οικονομικής πτώχευσης είναι εξαιρετικά αισθητός στα έργα του. Εξ αντιστίξεως. Aνθρωποι της υπαίθρου δεμένοι με τη φύση, πρόσωπα σε πλήρη αρμονία με τους ρυθμούς της γης, οι ήρωες του Χιώτη πεζογράφου ασκούν αμέσως ή εμμέσως κριτική σε μια αστική ζωή που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο. Στη νουβέλα «Το ζουμί του πετεινού» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 92), ο μπαρμπα Παναγής ζει ευτυχισμένος σε ένα απομακρυσμένο κτήμα. Η γη του αντιγυρίζει απλόχερα την τρυφερή του αγάπη χαρίζοντάς του νοστιμότατους καρπούς - ιδανική πρώτη ύλη για το δεύτερο μεράκι του που είναι η μαγειρική, η μετατροπή των αγνών υλικών σε νόστιμα εδέσματα. Eτσι το ταβερνάκι που έστησε με τη σύζυγο τον ανταμείβει εν συνεχεία για τον αυθεντικό του βίο. Ωσπου μια μέρα πληροφορείται κατά σύμπτωση τα εθνικά προβλήματα, μαθαίνει για το μνημόνιο και την ελληνική δέσμευση να μειώσει το δημόσιο χρέος μέσα από τη διάθεση κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα. Θα ξεπουλήσουμε τον τόπο μας στους ξένους; Θα εκποιήσουμε ό,τι παραλάβαμε από τους προγόνους μας και οφείλουμε να διαφυλάξουμε ανέπαφο για χάρη των παιδιών μας; Την ώρα μάλιστα που η λύση υπάρχει ολάκερη και την εκπροσωπεί ο μπαρμπα Παναγής, η δημιουργική αυτάρκεια και η λιτή ζωή του; Για τρεις μέρες η ψυχική υγεία του ήρωα μπαίνει σε δοκιμασία. Οι οικείοι ανησυχούν. Η γερή όμως κράση του δίνει τη λύση: ο μπαρμπα Παναγής δίνει μια στην τηλεόραση, την κάνει κομμάτια και επανέρχεται στον πρότερο ευτυχή του βίο.
Οπως συνέβη και σε προηγούμενα έργα του, βρίσκω το κείμενο του Γιάννη Μακριδάκη απολαυστικό. Η εκφραστική του ικανότητα να δημιουργεί αίσθηση αφθονίας και πλησμονής, η συνθετική επάρκεια να φιλοτεχνεί έναν κόσμο που κολυμπά μες στα πλούτη της φύσης, είναι αξιοζήλευτες. Οταν όμως παίζεται το στοίχημα της εθνικής επιβίωσης, πώς τοποθετούμαστε απέναντι στον πρωτόγονο ακτιβισμό του μπαρμπα Παναγή ο οποίος (αν κρίνουμε απ' την πολιτική αρθρογραφία του δημιουργού του) μοιάζει να θεωρεί τη στάση του πραγματική λύση; Πώς σχολιάζουμε αυτές τις γραφικότητες, όταν πιστεύουμε πως οι «προαστικές κοινωνικές προτάσεις» αποτελούν αφελή λαϊκισμό, και πώς σε έναν κόσμο εξαιρετικά σύνθετο όπως ο σημερινός αστικός, δεν υπάρχει άλλη επιλογή απ' την ανάπτυξη μιας ομόλογα σύνθετης πολιτικής σκέψης; Καλώς ή κακώς, η λογοτεχνία διαθέτει τα απαράγραπτα δικαιώματά της. Απολαμβάνω τον κόσμο του Μακριδάκη όχι γιατί ταυτίζομαι με τον μπαρμπα Παναγή, ούτε γιατί πιστεύω στη σκέψη του (με εξαίρεση όσες δυνατότητες μας απέμειναν απ' την αγάπη της φύσης). Αλλά γιατί μέσα σε μια δυστοπική πραγματικότητα με άδηλο αύριο, ο συγγραφέας χαρίζει τη διέξοδο ενός δυνητικού σύμπαντος, ενός ουτοπικού παράδεισου, μιας Αρκαδίας. Η λογοτεχνία στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί ως αντίβαρο προσφέροντας μια ζωντανή αλληγορία, ένα παρηγορητικό αντιστάθμισμα, μια ψυχική παραμυθία.
Κατηγορία:
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1346 εμφανίσεις