Η Άνοιξη περαστικιά από τον κήπο μου…
Χωρίς τίτλο…Ευγενίας
>> Της Ευγενίας Αλσανίδη
Η Άνοιξη περαστικιά από το σπίτι, έσυρε μια χαρακιά στο φεγγίτη! Με ποίηση που αποστηθίζεται, όπως αυτή του Τέλου Άγρα, μεγάλωσε η γενιά μου. Η γενιά που τούτη τη δύσκολη ώρα, εκτός από χρέη έχει και τύψεις για ό,τι μας συμβαίνει, γι αυτό της συνιστώ να ξεδίνει που και πού, όπως κάνει η αφεντιά μου, καλή ώρα.
Την Άνοιξη που έφτασε με κάθε επισημότητα, υποδέχθηκε κακοπαθημένος από τη βαρυχειμωνιά ο κήπος μου, μη αφήνοντας μου περιθώρια να σκεφτώ πως θα γιορτάσω το ερχομό της.
Πήρα κλαδευτήρι, σκαλιστήρι, χορτοκοπτικό και βγήκα στη λιακάδα μ’ έναν ενθουσιασμό που φέτος τον ένιωσα μεγαλύτερο από κάθε άλλη χρονιά, για τους γνωστούς λόγους.
Μες στην τρελή χαρά εμφανίστηκε η Νεφέλη και τρεχοβολούσε γύρω –γύρω μου, επιτέλους βγήκες στον κήπο, ήθελε να μου πει. Το είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου ότι δεν ήθελα σκύλο, ήθελαν όμως οι λατρεμένοι μου γείτονες και τώρα είμαι καταδικασμένη να τον αγαπήσω, έτσι που είναι αξιολάτρευτος, και να ανησυχώ για ένα ακόμα έμψυχο ον.
Είχα μόλις τελειώσει το ξεχορτάριασμα όταν την είδα να βουτά με τη μουσούδα της ένα χοντρό κλαδί τριανταφυλλιάς, να το φέρνει κάτω και να το κάνει…κολατσιό.
Κοίτα καημένη μη βάλεις χέρι και στα υπόλοιπα, τη μάλωσα και απομακρύνθηκε τάχα μου θυμωμένη, για να επιστρέψει και πάλι και να αρχίσει παιχνίδια με τη φουντωτή λεβάντα που είναι έτοιμη να σκάσει τα πρώτα της ανθάκια.
Εκείνα τα μυρωδάτα μαβιά, που στην ωρίμανσή τους τα κορφολογώ και γεμίζω σακουλάκια για τις ιματιοθήκες. Α, ρε μάνα πόσα δεν έμαθα από σένα, κι ας έκανα τη δύσκολη. Ήταν τα χρόνια δύσκολα γι αυτό…
Καθάριζα το δυόσμο, ντελικάτο αρωματικό, το κάψε σχεδόν η παγωνιά, όταν βρήκα ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, ένα σκοτωμένο ποντίκι. Έβαλα τις φωνές, η Νεφέλη εξαφανίστηκε τρομαγμένη, κατέφθασαν οι γάτες μας, πέντε ζωή να ΄χουνε. Με τις γάτες δεν έχω αγάπες, δυο-τρεις εμφανίσθηκαν μόνες τους μια μέρα, γεννοβόλησαν επιτόπου, αυξομειώνονται κατά διαστήματα, το ζήτημα είναι ότι τις ανέχομαι γιατί τις έχω ανάγκη.
Κάποτε -κάποτε,, όταν η ανοχή μου πάει να εξασθενήσει,(μόνο στις φωτογραφίες βλέπω πια τον όμορφο κήπο που είχα πριν αποκτήσουμε κατοικίδια) εμφανίζονται με ένα ποντίκι ή ένα φιδάκι στο στόμα και συνέρχομαι…
Απομεσήμερο, ο ήλιος ακόμα ήταν ψηλά, απολάμβανα τα έργα των χειρών μου, κι από μέσα μου όλο το βάρος του χειμώνα θαρρείς είχε κάνει φτερά. Κάπου είχα διαβάσει πως στη θρησκεία των Σούφι υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να κάνουν ένα επάγγελμα που να δουλεύουν με τα χέρια τους.
Δεν ξέρω γιατί, υποπτεύομαι όμως πως έχει σχέση με αυτό που έλεγε ο πατέρας μου που δεν ήξερε άλλη θρησκεία από τη δική του, πως ο άνθρωπος λέει που δουλεύει με τα χέρια του είναι πιο ευτυχισμένος από εκείνον που δουλεύει με το μυαλό.
Ίσως για αυτό οι άνθρωποι των γραμμάτων σε κάθε ανάπαυλα από τη δουλειά τους, πολύ περισσότερο όταν βγουν στη σύνταξη, τρέχουν σαν κυνηγημένοι να πάρουν την ανάσα τους εκεί που η γη χαμογελάει. Στα χωράφια, στα αμπέλια, στους κήπους δηλαδή. Με κάμποσα τετράποδα γύρω να συμπληρώνουν την ομορφιά, να φέρνουν την ισορροπία. Στη φύση και στην ψυχή…
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 2082 εμφανίσεις