Επιστροφή στις ρίζες του πλατάνου…
Χωρίς Τίτλο…Ευγενίας
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Μέσα της δεκαετίας του εξήντα, τότε που η ύπαιθρος είχε σχεδόν αδειάσει για να γεμίσει τη χαβούζα των μεγαλουπόλεων, γεννήθηκε ο Γιάννης. Στο ορεινό φτωχοχώρι που μεγάλωνε έμαθε να αγαπά τη φύση, τα πουλιά, τα δένδρα, τη γη. Έμαθε να φυτεύει, να κλαδεύει, να μπολιάζει, να θρέφει αγελάδες, να κτίζει πεζούλες, να κοιμάται στο χώμα κάτω από τον παχύ ίσκιο του πλατάνου, και τι δεν έμαθε.
Άμα μεγαλώσω θα γίνω γεωργός σαν τον μπαμπά έλεγε με καμάρι και η μάνα του ξίνιζε τα μούτρα της μεν, αλλά ένιωθε και σίγουρη ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Με το που τέλειωνε ο μικρός το δημοτικό, τα ‘χε έτσι κανονίσει, θα έφευγαν για την πρωτεύουσα, όπου τους περίμενε κοτζάμ(!) θυρωρείο. Αντιδρούσε βέβαια ο άνδρας της, που θα πάμε, έλεγε, εδώ είμαστε αφεντικά, να πάμε στην πόλη να γίνουμε εργάτες, μα ποιος τον άκουγε.
Κατακαλόκαιρο τα παράτησαν όλα σύξυλα και έφυγαν, να δρομολογηθούν πριν έρθει ο χειμώνας, να προλάβει και ο Γιάννης να ετοιμαστεί για το γυμνάσιο. Εκεί σε μια καμαρούλα δυο επί τρία, που ήταν όλα συγκεντρωμένα, κουζίνα, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρες, σαλόνι, μπάνιο, ο Γιάννης έβρισκε και χώρο να απομονώνεται για να διαβάζει, να διαβάζει, ώσπου έγινε πολιτικός μηχανικός.
Επιστήμονας πλέον συνέχιζε μια παλιά καλή συνήθεια. Να πηγαίνει για διακοπές στο χωριό και να συνοδεύει τον παππού του στην αρχή και αργότερα τον πατέρα του, που συνταξιούχος πια είχε επιστρέψει στα πάτρια, στα χωράφια, στα αμπέλια, στους κήπους, στις πεζούλες.
Αν γινόσουν γεωργός θα ‘παιρνες όλη αυτή τη γη και με τα λεφτά που δίνουνε τώρα θα την έκανες να μιλεί. Εγώ ούτε δικαιούμαι, ούτε και δυνάμεις έχω τώρα πια, του έλεγε ο πατέρας του.
Έτσι έμαθε για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, όπου είχαν ενταχθεί και αρκετοί χωριανοί και όπως άκουγε έμπαινε πολύ χρήμα στον τόπο. Δε μπορούσε βέβαια να καταλάβει που έπεφτε. Πάντως στη γη επ’ ουδενί!
Αν και ήξερε πως δε γινόταν πια να αλλάξει ρότα, άφηνε τον εαυτό του να ονειρεύεται τι θα έκανε αν ήταν αγρότης, κι ακόμα περισσότερο επιδοτούμενος., κι έβλεπε μπροστά του τα κτήματα του γέρο παππού, που είχαν πάρει πια την κάτω βόλτα, ξαναγεννημένα…
Τα χρόνια πέρασαν, οικογενειάρχης με στρωμένη δουλειά πλέον ο Γιάννης, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, όπως τόσα εκατομμύρια έλληνες, και ξαφνικά σε χρόνο ντετέ που λένε οι νέοι, η οικοδομή σταμάτησε και δεν είχε πια τι να κτίζει. Τότε σκέφτηκε τις πεζούλες στα χωράφια του παππού του, που εδώ και χρόνια είχαν γκρεμιστεί και θέλανε ξανακτίσιμο.
Αυτές τις ημέρες τα μαζεύει. Να τελειώσει η σχολική χρονιά και μετά βουρ για το χωριό. Πέντε λεφτουδάκια που είχε στην άκρη θα τα ρίξει στη γη. Θυμήθηκε τις επιδοτήσεις αγροτικής ανάπτυξης που πήγανε στο βρόντο. Αν τις είχε τώρα! Η ζωή όμως εξελίσσεται από μόνη της. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και η επιστροφή στις ρίζες του…πλατάνου είναι γεγονός. Αυτό που δεν πέτυχε η εποχή της ευμάρειας με το χρήμα, θα το επιτύχει η εποχή της φτώχιας με την ανάγκη.
Μα πάνω από όλα με την αγάπη!
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1703 εμφανίσεις