Επανεκκίνηση μολυβιού…
Κάτω τα μολύβια, είπαν κάποιες φωνές κι άφησα το μολυβί μου χωρίς μεγάλη θέληση.
Ένα «κρατς», ακούστηκε καθώς κατρακυλούσε σπασμένο στην κατηφόρα με τα αγριόχορτα και τα λιμνασμένα νερά. Στάθηκε δίπλα σ’ ένα λουλούδι από εκείνα που φυτρώνουν στους βάλτους και πήρε δυο ανάσες.. Και τώρα παύση, είπε στο άλλο του μισό κι έπεσε ανάσκελα να κοιτάζει τον ουρανό.. Πώς να παύσει όμως; Ένιωθε τη ροη της ενέργειας να του χτυπά καμπανάκια.
Δεν μετακινήθηκε γιατί μια παράλυση ένιωθε καθώς ήρθαν τα πάνω κάτω.
Όμως δεν ήταν της βολής. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τη βιομηχανία βολέματος συνειδήσεων και ας είχε πέσει μέσα της κι ας είχε βρεθεί στον πάτο της.
… Και τώρα τι; Τι θα έκανε που τόσα είχε γράψει με καρδιά κι όχι μυαλό κι ας τα ’χε πληρώσει τόσο ακριβά.. Αρεστά δεν ήταν στο σύστημα με τα σκληρά κολάρα, μυαλά, συναισθήματα, ααα, ναι και με τα καλογυαλισμένα παπούτσια, τα συνολάκια κάθε εποχής..
Αλήθεια, ποτέ δεν κόλλησε με κανέναν γιατί δεν καταλάβαινε τι έκαναν, τι έλεγαν τι ήθελαν από μια ζωή που δεν όριζαν στην πραγματικότητα..
Ένιωσε το αεράκι να έρχεται από τα ανατολικά και θυμήθηκε όσα έγραψε κι ήταν βιώματα που μουτζούρωναν ως τα τώρα το μέσα μέρος από το περίβλημα που του φόρεσαν από παιδί σαν ήταν.. τότε που δεν είχε επιλογές.
Έμεινε εκεί κι αναρωτήθηκε, γιατί δεν είχε σαν τους άλλους ανακατευτεί σαν αναλώσιμο υλικό για να περνά καλά σαν αυτούς, να ντύνεται, να δείχνεται, να ταξιδεύει να διασκεδάζει να σκορπάει το «τίποτα», που κι αυτοί σκορπούσαν. Βυθίστηκε στις σκέψεις αυτές για ώρα και μετακινήθηκε μόνο όταν άκουσε ένα πουλί στο κλαδί απέναντι.
Τόσα χρόνια δεν άκουγε τα πουλιά, δεν έβλεπε τα χρώματα των λουλουδιών, δεν ένιωθε τον παλμό της φωνής που ήρεμα του μιλούσε από μέσα του μα την παρέκαμπτε. Δεν την είχε φιμώσει, αλλά την παρέκαμπτε σαν να μην είχε καμιά σχέση με όσα αυτή έλεγε τόσα χρόνια.
Έμεινε κι άλλο εκεί να κοιτάζει, να παρατηρεί και να μην ξέρει τι ακριβώς κάνει. Ούτε το παρόν του όριζε κι αυτό έφερνε ένα βάρος.
Αν είχε κάνει πλάνο ζωής τώρα θα είχε δρομολογηθεί σε καμιά θεσούλα σαν τους άλλους που υπηρετούσαν αυτό που δεν καταλάβαινε και που λεγόταν «προγραμματισμός», αυτό το χάος που μόνο άγχος του προκαλούσε και στεναχώρια θολή.
Άλλαξε πλευρό. Πάλι τίποτα δεν έκανε. Ανάπνεε και κοίταζε απορημένα με τα μεγάλα καστανά μάτια. Αέρας μεγάλος σηκώθηκε τόσο δυνατός που η μετακίνηση του ήταν αναπόφευκτη..
Στροβιλίστηκε αρκετά και μ’ ένα ήχο κάπως περίεργο προσγειώθηκε στη φυλλωσιά ενός δέντρου. Από εκεί μπορούσε να κοιτάζει ουρανό, ένα κομμάτι γη και πέρα τη θάλασσα. Τραβούσε και το σπασμένο του κομμάτι μαζί. Όμως τούτο το μέρος ήταν πιο βολικό, στεγνό κι όχι παγωμένο.
Ανακάθισε κι ένιωσε πόνο από το σπάσιμο, από τις μουτζούρες.. Ένιωσε πόνο μέσα κι έξω.
Καθόταν συνειδητά στη σιωπή και μόνο άκουγε τη φύση που μιλούσε με τα πιο όμορφα λόγια καρδιάς κι ένιωθε ότι του απεύθυνε τον λόγο, του πατούσε το μάτι, του έγνεφε..
Μια μέρα πλησίασαν δυο μυρμήγκια που τραβούσαν μαζί τους ένα σκληρό μακρουλό φύλλο από φυτό. Το άφησαν κοντά του και είπαν πως δώρο ήταν από το.. τάδε φυτό. Δεν κατάλαβε όμως τι να έκανε αυτό το φύλλο, τι το χρειαζόταν;
Τα μυρμήγκια του είπαν ότι χρειαζόταν βοήθεια και του την έφεραν κι ότι ακόμα θα βοηθούσαν στην εφαρμογή της.
Με ορθάνοιχτα μάτια, παρακολουθούσε να του ανασηκώνουν το σπασμένο κομμάτι, με μεγάλη προσοχή και να περνούν αρκετά σφιχτά το μακρουλό φύλλο, μια και δυο και τρεις φορές, κάνοντας δυο κόμπους στο τέλος.
«Έλα κρατήσου και σήκω να δούμε αν πατάς καλά.»
Σηκώθηκε, πάτησε όπως του είπαν και μια σουβλιά διαπέρασε το σημείο του τραύματος.. όμως πάτησε και στάθηκε με μεγάλη του έκπληξη.
Τα μυρμήγκια χάρηκαν και είπαν κάπου κοντά θα ήταν για να τους φώναζε αν ήθελε κάτι.
- Κάθισε τώρα όπως θέλεις και κάνε ότι θέλεις.»
- «Μα τι να κάνω; Μπορώ;»
- «Φυσικά και μπορείς, αλλά θέλεις τον χρόνο σου, που ίσως να είναι λίγος, ίσως πολύς, ποιος ξέρει; Μη βιάζεσαι πάρε το χρόνο σου».
Ανακουφίστηκε, γιατί πονούσε λιγότερο και γιατί τώρα μπορούσε να βλέπει καλύτερα τη θάλασσα, τον κάμπο, το δέντρο που του χάρισε αυτό το κλαδί κι έκαμε ένα σπιτικό για όσο καιρό θα το χρειαζόταν, μιλούσε με τα πουλιά με τα φύλλα, τα έντομα…
Δεν γύρισε πίσω στους άλλους, τους τυχαίους και τους δήθεν, γιατί η καρδιά του ηχούσε διαφορετικά τώρα κι αυτή ήταν που δεν τους ήθελε. Ήταν ένα παρελθόν- μουτζούρα.
Έμεινε στο δεντρόσπιτο και άρχισε να μελετά τους ήχους, τα χρώματα, τη φύση έτσι όπως δεν την είχε ξαναμελετήσει. Τώρα ζούσε μέσα της ενσυνείδητα.
Με το πέρασμα του καιρού πατούσε καλύτερα κι είχε βρει μαζί με τους νέους φίλους του ένα αυτοσχέδιο τρόπο να κατεβαίνει, να κάνει βόλτες, να βάζει ένα χέρι βοήθειας όπου μπορούσε κι όταν τελείωνε, ξαναγύριζε στο δεντρόσπιτο κι ένιωθε ανάλαφρα. Είχε κάνει αυτό που του άρεσε, ήταν ο εαυτός του, ζούσε την κάθε στιγμή και κάποτε μελαγχολούσε για τις άπειρες στιγμές που είχαν χαθεί μέσα στη ζωή που πέρασε. Ήξερε όμως ότι με το να σκεφτόταν αυτά που πέρασαν, θα έχανε στιγμές του παρόντος.
Μάζεψε όλες τις μνήμες, τις άφησε και εστίασε στο παρόν. Η κάθε στιγμή δεν ήταν το τικ-τακ του ρολογιού, αλλά ένας ανεκτίμητος θησαυρός φωτός, χαράς και αγάπης.
Κάθε βράδυ μαζευόταν κάτω από το δέντρο οι φίλοι του καθόταν κυκλικά και μιλούσαν για ότι έζησαν τη μέρα που τελείωνε. Κρατούσαν τα καλά και καθάριζαν τα βρόμικα. Δεν θα μάζευαν άλλα σκουπίδια μέσα τους.
Άλλες φορές, όταν υπήρχε λόγος, άνοιγαν τα κλεισμένα κουτιά και με τις συμβουλές του σοφού δασκάλου.. καθάριζαν τις παλιά τοξικά, για να κάνουν την αναπνοή πιο ανάλαφρη και την καρδιά να γεμίζει με φως..
Ήταν στον πηγαιμό, για τη νέα του πορεία. Στεκόταν στην αφετηρία και κοίταζε το παρόν χωρίς καμιά θολούρα να το κρύβει. Κούτσαινε, αλλά δε νοιαζόταν γιατί ήξερε να συνυπάρχει, ήταν αποδεκτός μ’ αυτό και πίστευε πως μια μέρα θα έφευγε το πρόβλημα με το ξεκαθάρισμα που έκανε. Το κυριότερο; Αυτό δεν ήταν εμπόδιο στο κάνει κούνια, να παίζει με τους άλλους, να κυλίεται στη γη και να παίζει με το χώμα. Αυτό ήταν το επίτευγμα και το εφόδιο του για το νέο ξεκίνημα, λίγο φως και νερό και τα υπόλοιπα στην πορεία θα βρισκόταν σίγουρα.
Είχε να διανύσει πάρα πολύ δρόμο, αλλά τώρα είχε βρει τις στιγμές του, οι φίλοι του ήταν εκεί όταν τους χρειαζόταν, του έφτιαξαν τη μύτη για να μπορεί πάλι να γράφει και χωρίς να το καταλάβει εις βάθος μια μέρα τους ζήτησε το υλικό που πάνω του έγραφαν.
Με αγάπη του το έφεραν, με χαρά το πήρε και στο φως θα έγραφε τις νέες ιστορίες που θα είχαν μέσα ανθρώπους, φύση, ξωτικά και νεράιδες, αστέρια, φεγγάρια, ήλιους, φως χαρά και αγάπη. Την σαν στολισμένο ιστιοφόρο έτοιμο για ταξίδι… Βίρα τις άγκυρες, βίρα και θα ξεκολλήσουν από τον βυθό.. Καλοτάξιδο στις νέες γραφές σου μολύβι μου, τίποτα δεν τελείωσε, τα πάντα ρέουν και φεγγοβολούν, νιώθουν χαρά, ξεκαθαρίζουν με τον πόνο και αγαπάνε από την αρχή τα πάντα και κυρίως το παρόν.
- 1723 εμφανίσεις