Δεινόν το γήρας…με λειψή σύνταξη
Χωρίς Τίτλο…Ευγενίας
>> Της Ευγενίας Ασλανίδη
Η γυναίκα στο πίσω κάθισμα του ταξί έκλαιγε. Η σύνταξή της είχε μειωθεί αρκετά και δεν έφτανε για τις ανάγκες της. Από πού να κόψω έλεγε και άρχισε να απαριθμεί. Την άκουγα προσεκτικά και πραγματικά δεν έβλεπα από πού θα μπορούσε να κόψει. Τι σκέφτεστε να κάνετε, τη ρώτησα και η απάντηση της βγήκε μαζί με έναν αναστεναγμό.
Ένα «ξερό κούτσουρο» ήταν, μέχρι τώρα τα κατάφερνε να κουτσοπερνά, τσοντάριζε και στο χαρτζιλίκι των εγγονιών, τώρα όμως δεν έβγαινε με τίποτα. Τα παιδιά της, η κόρη της και ο γαμπρός της, της έλεγαν να πάει να μείνει μαζί τους, μα εκείνη αντιστεκότανε ακόμα, προσπαθώντας να περικόψει από όπου μπορούσε αλλά μάταια. Ήταν κι ο χειμώνας βαρύς φέτος, να ζεσταίνει ένα διαμερισματάκι μοναχή της, φως, νερό, τηλέφωνο, πολλά τα έξοδα.
Καταλάβαινε πως άμα έμενε με τα παιδιά, θα γλίτωνε όλους αυτούς τους λογαριασμούς μπορεί να νοίκιαζε και το σπιτάκι της, θα έμπαινε ένα καλό εισόδημα στο σπίτι της κόρης της, από τα δικά της.
Εκείνη όμως θα έχανε τη γωνιά της, την ησυχία της, τη ζωή της ολάκερη. Άλλο να είσαι αφεντικό στο σπίτι σου και άλλο οικότροφος στο παιδί σου. Καλά κι άγια τα παιδιά μα άμα είσαι συνέχεια μέσα στα πόδια τους κανείς δεν είναι ευχαριστημένος.
Η ιστορία της κυρούλας δεν είχε τίποτα καινούριο, παρόμοιες ιστορίες, δεκάδες φτάνουν στα αυτιά μου και βλέπουν τα μάτια μου καθημερινά, αλλά αυτή με πείραξε περισσότερο. Θα είχε την ηλικία της μάνας μου αν ζούσε σήμερα, δηλαδή κάπου στα ογδόντα. Η γιαγιά μου ήτανε νεώτερη όταν ήρθε να μείνει μαζί μας.
Εκείνη δεν είχε προλάβει σύνταξη. Κι έτσι όπως είχε φύγει και ο άνδρας της νωρίς, δε γεύτηκε καθόλου μέσα στο σπιτικό της τη χαρά να σου δίνει το κράτος λεφτά. Γνώρισε όμως το τι σημαίνει να μην έχεις από πουθενά μια δραχμή, να πρέπει να σε συντηρούν τα παιδιά σου. Έτσι ήτανε τότε η τάξη των πραγμάτων. Οι γονείς δούλευαν να αποκαταστήσουν τα παιδιά τους και συνέχιζαν να το κάνουν μέχρι εκεί που μπορούσαν. Όταν έπαυαν να είναι παραγωγικοί ήξεραν πως τους περίμενε μια γωνιά δίπλα στο τζάκι, ανάμεσα στα εγγόνια, στο σπίτι των παιδιών τους.
Αυτή η τάξη άλλαξε όταν η γυναίκα βγήκε από το σπίτι για να πάει να δουλέψει. Δε γινόταν να γηροκομεί κιόλας. Ήταν τότε που είχε αρχίσει να παίρνει μαζί με τον παππού και η γιαγιά αγρότισσα σύνταξη κι έτσι ήταν σχετικά εύκολη η αυτονόμησή τους. Όλο και περισσότερα σπίτια γερόντων παρέμεναν σε λειτουργία, όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τα παιδιά τους που μετά τη δουλειά περνούσαν από εκεί οικογενειακώς να φάνε ζεστό φαγάκι.
Δεν αναρωτιέμαι, το ξέρω από τη μάνα μου πως ήταν απείρως καλύτερα που μπορούσαν να έχουν το σπιτικό τους με τον πατέρα μου, όταν πια σταμάτησαν να δουλεύουν, χάρη σε εκείνη τη συνταξούλα, και μας μάζευαν όλους παιδιά και εγγόνια γύρω από το πλούσιο, το εννοώ, τραπέζι τους. Αντί να είναι αναγκασμένοι να συντηρούνται από εμάς.
Τα πράγματα πάνε πάλι να αλλάξουν. Η συγκατοίκηση παιδιών και παππούδων ολοένα και κερδίζει έδαφος, αλλά αυτή τη φορά θα είναι χειρότερα από ότι παλιά. Γιατί οι γέροντες έχουνε μάθει στο δικό τους και θα πρέπει να ξεμάθουνε. Γιατί η απώλεια της αυτονομίας για έναν ηλικιωμένο, που μπορεί ακόμα και αυτοεξυπηρετείται, ισοδυναμεί με θάνατο.
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 2596 εμφανίσεις