Ένας χρησμός η θάλασσα …
>> Της Στέλλας Μπάκνη
Μαζί το ταξίδι ξεκίνησαν καμπόσοι νοματαίοι. Πήραν πορεία για τ' άγνωστο φανάρι τους είχαν τον Δημιουργό του Σύμπαντος, ξεμάκρυναν πολύ..
Θα 'ναι μακρύς και δύσκολος του γυρισμού ο δρόμος, όμως της αντάμωσης η ώρα η μεγάλη, λάβαρο μέσα στη σκέψη τους στέκει για να τους λέει, πως όσα κι αν πέρασαν κι όσα τραβάνε, αξίζουνε για κείνη που είναι μάνα ή αδελφή, αγαπημένη, ειρήνη, ελευθερία.
Σκέψεις που ματώνουν, στιγμές που πάγωσαν στης μοναξιάς το απέραντο λημέρι.
Τ' αστέρια τρεμοσβήνουνε κι αλλάζουν μορφές.. Στη γέφυρα στέκουν μοναχοί όταν τη βάρδια τους κάνουν! Ζητούν κουράγιο και παρηγοριά μέσα στη νέκρα τούτης της ώρας, που το καράβι ολάκερο ένα κελί έχει γίνει. Μια βουτιά στα άπατα νερά.. κάποιες φορές σκέφτονται να κάνουν. Πρέπει όμως να αντέξουν, γιατί οι σκέψεις στραγγίζουν το μυαλό και φθείρουν τη ψυχή. Είναι πολλά τα παιχνίδια του μυαλού και περίεργα…
Οι ώρες περνούν αδιάφορες και κοιτούν ποτέ δε σταματάνε. Η βάρδια τελειώνει. Το σώμα, κουφάρι αδύναμο, που αρκέστηκε στα λίγα. Αναρωτιούνται πού η ασέβεια τους στη ζωή και νοτίζει τόσο φαρμάκι η ψύχη τους.
Εκείνη τη στιγμή ο ναύτης σκέφτηκε τα φτερουγίσματα που η καρδιά του τα 'κανε τραγούδια για να πετά στα σύννεφα και στα ουράνια τόξα. Ψιχάλες κι αχτίδες μαζεύουν τα ξωτικά και φτιάχνουνε φίλτρα, για να μαγεύουν της ανέχειας την άσχημη πληγή.
Πλάνες σκέψεις και νόθες. Λιγοστά του χάρισε κι αλόγιστα τα φόρτωσε στους ώμους του και χάθηκε στη δίνη. Δίνη που φέρνει ο λογισμός
Μονόλογο ξεκίνησε από του πυρετού τη ζάλη και του τσιγάρου τον καπνό: «Αυτό που ψάχνεις δε θα βρεις, κανείς δε θα στο φέρει. Ξέρεις πόσοι τ' αναζητούν στα πέρατα του κόσμου; Χιλιάδες μύριοι έμποροι ψάχνουνε στη πλάση κι άλλοι προσμένουν τους χρησμούς της θάλασσας. μήπως και βρουν τον τρόπο. Άδικα αναλώνονται και μάταια το ψάχνουν, γιατί είναι κάτι που μόνο αυτή χαρίζει.
Από του πυρετού το κάψιμο.. ρωτά γιατί θαρρεί πως κάποιος είναι δίπλα του : «Ποιος είσαι άραγε, τι θες και κόβεις τον ειρμό μου; Μη τάχα είσαι ο δήμιος τη λύτρωση να φέρεις ή τάχα για χλευασμό σ’ έστειλαν οι προύχοντες, οι αρχόντοι;
Έμαθα απ' τα λάθη μου και τιμωρία πήρα. «Τη σάπια λαμαρίνα γκρέμισα πριν με προλάβει το κακό.»
…Έλα Θεέ, όποιος κι αν είσαι, όπως κι να λέγεσαι, τη θάλασσα να φέξεις, γιατί στο κάθε βήμα μας κουρνιάζουνε σειρήνες, αγκάθια δηλητήριο και φίδια που ζητάνε όμορφα φτερουγίσματα ψυχής κι αρρώστιες μας κολλάνε.
…Σε ύπνο να πέσουμε βαθύ κι όταν ξυπνήσουμε.. να μη μας βρει, να έχουμε λιποτακτήσει από το φέρετρο τούτο που το λένε καράβι. Ο πυρετός κάποια στιγμή θα πέσει, θα έρθει με τους άλλους συντροφιά και θ’ αναρωτηθούνε: Άραγε τι να 'ναι αυτό που πρέπει να τάξουν στη θάλασσα για να μη παίρνει τις ζωές των ναυτικών;
Όλα τα κάμε ο Δημιουργός σοφά και μετρημένα. Εκείνο που μπορούν να πουν, τις ώρες που έχουν βάρδια, είναι τραγούδι λευτεριάς απ’ τον τόπο του ο καθένας. Θα ξαγρυπνούν παρέα μ’ ένα ποτό και τα τσιγάρα, τα χέρια θα τους καίνε.
Της εξαπάτησης χαλάσματα, άφησαν πίσω και το φεγγάρι ένιωσε το ξύπνημα της μέρας. Ήταν βαρύς ο ουρανός, ο αέρας λύσσαγε. Πού μέρος να βρουν απόμερο, κρυψώνα απ' τον διώκτη; Κουράστηκαν, πάλεψαν πολύ. Στο τέλος του παλεμού κάτι φώτισε.
… Και ο Δημιουργός απάντησε: « Δεν ξέρω αν είναι λογικό εσάς να βοηθάω, μα τόσα μάτια π' αντίκρισα θολά και βουρκωμένα, μάτια εκείνων που χώρισαν σαν έφτασε η ώρα, βαθιά σημάδια άφησε η πίστη τους σ’ εμένα. Δείτε το σαν εξιλέωση, γι αυτό το κάνω.»
Μονάχοι μείνανε το χάραγμα, στεριά να βρούνε, κρυψώνα από τη λύσσα του αέρα.
Ο ναύτης, είπε κάτι σαν παραμύθι ή σαν χρησμό: «Μάθετε πως υπάρχουν σπηλιές που κρύβονται γοργόνες. Οι αρχόντοι του σκότους ψάχνουν μανιασμένοι να πνίξουν τα κορμιά τους.
Φύγετε και κόντρα στον αέρα σαν έρθετε.. αγωνιστείτε, για να μπείτε βαθιά στη σπηλιά της λευτεριάς ειδάλλως, θα χαθείτε και τα μάτια των αγαπημένων σας δεν θα τα ξαναδείτε».
- Προσθήκη νέου σχολίου
- 1595 εμφανίσεις